Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrallentatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [rallentaˈtore] ο επιβραδυντής, ο επιβραδυντήρας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαal rallentatore = σε αργή κίνηση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |