Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ragguagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [raggwaʎˈʎare]

1 φέρνω στα ίσια
2 ισοσκελίζω
3 ισοζυγίζω
4 γνωστοποιώ
5 πληροφορώ
6 ενημερώνω
7 παρομοιάζω
8 εξισορροπώ
9 εξομοιώνω
10 εξισώνω
11 συγκρίνω
12 παραθέτω
13 ισοζυγίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ragguagliabile ragguaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raggruppamento (ουσ αρσ )
raggruppare (ρ. μτβ.)
raggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
raggruzzolare (ρ. μτβ.)
ragguagliabile (επίθ.)
ragguagliare (ρ. μτβ.)
ragguaglio (ουσ αρσ )
ragguardevole (επίθ.)
ragguardevolezza (θηλ.ουσ)
ragguardevolmente (επίρ.)
ragia (θηλ.ουσ)
ragionabile (επίθ.)
ragionamento (ουσ αρσ )
ragionare (ρ.αμτβ.)
ragionato (επίθ.)
ragionatore (ουσ αρσ )
ragione (θηλ.ουσ)
ragioneria (θηλ.ουσ)
ragionevole (επίθ.)
ragionevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---