Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόragióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [raˈʤone] 1 το δίκιο 2 (logica) το λογικό 3 (motivo) αιτία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαammesso che tu abbia ragione (supporre) = ας υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο || avere ragione = έχω δίκιο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |