Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ragionàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raʤoˈnato]

1 μετριοπαθής
2 μετρημένος
3 εύλογος
4 φρόνιμος
5 μυαλωμένος
6 γνωστικός
7 ορθολογικός
8 έλλογος
9 λογικός
10 εξισορροπημένος
11 διαλλακτικός
12 ορθολογιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ragionare ragionatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ragguardevolmente (επίρ.)
ragia (θηλ.ουσ)
ragionabile (επίθ.)
ragionamento (ουσ αρσ )
ragionare (ρ.αμτβ.)
ragionato (επίθ.)
ragionatore (ουσ αρσ )
ragione (θηλ.ουσ)
ragioneria (θηλ.ουσ)
ragionevole (επίθ.)
ragionevolezza (θηλ.ουσ)
ragionevolmente (επίρ.)
ragioniere (ουσ αρσ )
ragionieristico (επίθ.)
raglan (αρσ. επίθ και ουσ)
ragliamento (ουσ αρσ )
ragliare (ρ.αμτβ.)
ragliata (θηλ.ουσ)
raglio (ουσ αρσ )
ragna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---