Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈraʎʎo]

1 ογκηθμός
2 ογκάνισμα
3 γκάρισμα
4 ογκανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ragliata ragna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ragionieristico (επίθ.)
raglan (αρσ. επίθ και ουσ)
ragliamento (ουσ αρσ )
ragliare (ρ.αμτβ.)
ragliata (θηλ.ουσ)
raglio (ουσ αρσ )
ragna (θηλ.ουσ)
ragnare (ρ.αμτβ.)
ragnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ragnatela (θηλ.ουσ)
ragnatelo (ουσ αρσ )
ragnato (επίθ.)
ragnatura (θηλ.ουσ)
ragno (ουσ αρσ )
ragù (ουσ αρσ )
ragutiera (θηλ.ουσ)
RAI (ακρ.)
raid (ουσ αρσ )
raion (ουσ αρσ )
ralla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---