Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόraid
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈrajd], [ˈrɛjd] 1 αεροπορική επιδρομή 2 έλεγχος αντοχής 3 τεστ μεγάλης διαρκείας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |