Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ragnatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [raɲɲaˈtura]

1 τριμμένο ρούχο
2 φθαρμένο μπάλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ragnato ragno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ragnare (ρ.αμτβ.)
ragnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ragnatela (θηλ.ουσ)
ragnatelo (ουσ αρσ )
ragnato (επίθ.)
ragnatura (θηλ.ουσ)
ragno (ουσ αρσ )
ragù (ουσ αρσ )
ragutiera (θηλ.ουσ)
RAI (ακρ.)
raid (ουσ αρσ )
raion (ουσ αρσ )
ralla (θηλ.ουσ)
rallargare (ρ. μτβ.)
rallargarsi (ρ.μ. (αντων.))
rallegramento (ουσ αρσ )
rallegrare (ρ. μτβ.)
rallegrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rallegrata (θηλ.ουσ)
rallentamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---