Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόràlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈralla] 1 στρόφαλος 2 τελευταίος τροχός αμάξης 3 στροφείο 4 ωστικό έδρανο 5 μεντεσές πόρτας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |