Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈralla]

1 στρόφαλος
2 τελευταίος τροχός αμάξης
3 στροφείο
4 ωστικό έδρανο
5 μεντεσές πόρτας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raion rallargare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ragù (ουσ αρσ )
ragutiera (θηλ.ουσ)
RAI (ακρ.)
raid (ουσ αρσ )
raion (ουσ αρσ )
ralla (θηλ.ουσ)
rallargare (ρ. μτβ.)
rallargarsi (ρ.μ. (αντων.))
rallegramento (ουσ αρσ )
rallegrare (ρ. μτβ.)
rallegrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rallegrata (θηλ.ουσ)
rallentamento (ουσ αρσ )
rallentando (επίρ.)
rallentare (ρ.αμτβ.)
rallentarsi (ρ.μ. (αντων.))
rallentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rallo (ουσ αρσ )
rally (ουσ αρσ )
ramadan (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---