Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raglàn
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [raˈglan]

1 ρεγκλάν
2 πανωφόρι χωρίς μανικοκόλληση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ragionieristico ragliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ragionevole (επίθ.)
ragionevolezza (θηλ.ουσ)
ragionevolmente (επίρ.)
ragioniere (ουσ αρσ )
ragionieristico (επίθ.)
raglan (αρσ. επίθ και ουσ)
ragliamento (ουσ αρσ )
ragliare (ρ.αμτβ.)
ragliata (θηλ.ουσ)
raglio (ουσ αρσ )
ragna (θηλ.ουσ)
ragnare (ρ.αμτβ.)
ragnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ragnatela (θηλ.ουσ)
ragnatelo (ουσ αρσ )
ragnato (επίθ.)
ragnatura (θηλ.ουσ)
ragno (ουσ αρσ )
ragù (ουσ αρσ )
ragutiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---