Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ragionevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [raʤonevoˈlettsa]

1 αίσθημα δικαίου
2 σωστή κρίση
3 σύνεση
4 φρονιμάδα
5 διαλλακτικότητα
6 λογική
7 σωφροσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ragionevole ragionevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ragionato (επίθ.)
ragionatore (ουσ αρσ )
ragione (θηλ.ουσ)
ragioneria (θηλ.ουσ)
ragionevole (επίθ.)
ragionevolezza (θηλ.ουσ)
ragionevolmente (επίρ.)
ragioniere (ουσ αρσ )
ragionieristico (επίθ.)
raglan (αρσ. επίθ και ουσ)
ragliamento (ουσ αρσ )
ragliare (ρ.αμτβ.)
ragliata (θηλ.ουσ)
raglio (ουσ αρσ )
ragna (θηλ.ουσ)
ragnare (ρ.αμτβ.)
ragnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ragnatela (θηλ.ουσ)
ragnatelo (ουσ αρσ )
ragnato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---