Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ragguardevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [raggwardevoˈlettsa]

1 μη ευκαταφρόνητη ποσότητα
2 αξιοπρόσεκτη περίπτωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ragguardevole ragguardevolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raggruzzolare (ρ. μτβ.)
ragguagliabile (επίθ.)
ragguagliare (ρ. μτβ.)
ragguaglio (ουσ αρσ )
ragguardevole (επίθ.)
ragguardevolezza (θηλ.ουσ)
ragguardevolmente (επίρ.)
ragia (θηλ.ουσ)
ragionabile (επίθ.)
ragionamento (ουσ αρσ )
ragionare (ρ.αμτβ.)
ragionato (επίθ.)
ragionatore (ουσ αρσ )
ragione (θηλ.ουσ)
ragioneria (θηλ.ουσ)
ragionevole (επίθ.)
ragionevolezza (θηλ.ουσ)
ragionevolmente (επίρ.)
ragioniere (ουσ αρσ )
ragionieristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---