Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preservatìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preservaˈtivo]

το προφυλακτικό

preservatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preservaˈtivo]

προφυλακτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preservare preservatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presenziare (ρ.αμτβ.)
presepe (ουσ αρσ )
presepio (ουσ αρσ )
preserie (θηλ.ουσ)
preservare (ρ. μτβ.)
preservativo (ουσ αρσ )
preservativo (επίθ.)
preservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preservazione (θηλ.ουσ)
preside (ουσ αρσ )
preside (θηλ.ουσ)
presidente (ουσ αρσ )
presidentessa (θηλ.ουσ)
presidenza (θηλ.ουσ)
presidenziale (θηλ. επίθ και ουσ)
presidiare (ρ. μτβ.)
presidiario (αρσ. επίθ και ουσ)
presidiato (αρσ. επίθ και ουσ)
presidio (ουσ αρσ )
presidium (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---