Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presidentéssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [presidenˈtessa]

1 γυναίκα προέδρου
2 προεδρίνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presidente presidenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preservazione (θηλ.ουσ)
preside (ουσ αρσ )
preside (θηλ.ουσ)
presidente (ουσ αρσ )
presidentessa (θηλ.ουσ)
presidenza (θηλ.ουσ)
presidenziale (θηλ. επίθ και ουσ)
presidiare (ρ. μτβ.)
presidiario (αρσ. επίθ και ουσ)
presidiato (αρσ. επίθ και ουσ)
presidio (ουσ αρσ )
presidium (ουσ αρσ )
presiedere (ρ. μτβ.)
presina (θηλ.ουσ)
presistole (θηλ.ουσ)
presistolico (επίθ.)
preso (αρσ. επίθ και ουσ)
presocratico (ουσ αρσ )
presocratico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---