Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prèside  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛside]

ο διευθυντής σχολείου, η διευθύντρια σχολείου

prèside  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛside]

διευθύντρια σχολείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preservazione presidente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preservare (ρ. μτβ.)
preservativo (ουσ αρσ )
preservativo (επίθ.)
preservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preservazione (θηλ.ουσ)
preside (ουσ αρσ )
preside (θηλ.ουσ)
presidente (ουσ αρσ )
presidentessa (θηλ.ουσ)
presidenza (θηλ.ουσ)
presidenziale (θηλ. επίθ και ουσ)
presidiare (ρ. μτβ.)
presidiario (αρσ. επίθ και ουσ)
presidiato (αρσ. επίθ και ουσ)
presidio (ουσ αρσ )
presidium (ουσ αρσ )
presiedere (ρ. μτβ.)
presina (θηλ.ουσ)
presistole (θηλ.ουσ)
presistolico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---