Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpreservazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [preservatˈtsjone] 1 διατήρηση 2 επιβίωση 3 συντήρηση 4 διαφύλαξη 5 προφύλαξη 6 διάσωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |