Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preservàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preserˈvare]

1 διαφυλάσσω
2 διαφυλάγω
3 διατηρώ
4 σώζω
5 περισώζω
6 προστατεύω
7 προφυλάσσω
8 διασώζω
9 συντηρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preserie preservativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presenza (θηλ.ουσ)
presenziare (ρ.αμτβ.)
presepe (ουσ αρσ )
presepio (ουσ αρσ )
preserie (θηλ.ουσ)
preservare (ρ. μτβ.)
preservativo (ουσ αρσ )
preservativo (επίθ.)
preservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preservazione (θηλ.ουσ)
preside (ουσ αρσ )
preside (θηλ.ουσ)
presidente (ουσ αρσ )
presidentessa (θηλ.ουσ)
presidenza (θηλ.ουσ)
presidenziale (θηλ. επίθ και ουσ)
presidiare (ρ. μτβ.)
presidiario (αρσ. επίθ και ουσ)
presidiato (αρσ. επίθ και ουσ)
presidio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---