Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presèpe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈzɛpe]

1 παχνί
2 φάτνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presenziare presepio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presentemente (επίρ.)
presentimento (ουσ αρσ )
presentire (ρ. μτβ.)
presenza (θηλ.ουσ)
presenziare (ρ.αμτβ.)
presepe (ουσ αρσ )
presepio (ουσ αρσ )
preserie (θηλ.ουσ)
preservare (ρ. μτβ.)
preservativo (ουσ αρσ )
preservativo (επίθ.)
preservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
preservazione (θηλ.ουσ)
preside (ουσ αρσ )
preside (θηλ.ουσ)
presidente (ουσ αρσ )
presidentessa (θηλ.ουσ)
presidenza (θηλ.ουσ)
presidenziale (θηλ. επίθ και ουσ)
presidiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---