Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpollàstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [polˈlastro] 1 ξεπεταρούδι 2 αμάλλιαγος νεαρός 3 κόπανος (μεταφορικά) 4 κοκορόπουλο 5 νεαρό πτηνό 6 κοκοράκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |