Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolluzióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pollutˈtsjone] 1 ρύπανση 2 μίανση 3 μόλυνση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |