Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpollóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [polˈlone] 1 μπόλι (φυτού) 2 παραφυάδα 3 παραβλάστημα 4 βλαστάρι 5 βλαστός 6 βολβός πάνω σε άλλο βολβό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |