ItalianoGreco


pólo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpolo]

1 πόλος
2 πόλο

pòlo  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔlo]

(maglietta) το ζιβάγκο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Polo [αρσ.] Nord = ο Βόρειος Πόλος || Polo [αρσ.] Sud = ο Νότιος Πόλος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---