Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pólo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpolo]

1 πόλος
2 πόλο

pòlo  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɔlo]

(maglietta) το ζιβάγκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polmonite Polonia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Polo [αρσ.] Nord = ο Βόρειος Πόλος || Polo [αρσ.] Sud = ο Νότιος Πόλος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polluzione (θηλ.ουσ)
polmonare (επίθ.)
polmonaria (θηλ.ουσ)
polmone (ουσ αρσ )
polmonite (θηλ.ουσ)
polo (ουσ αρσ )
polo (θηλ.ουσ)
Polonia (θηλ.ουσ)
polonio (ουσ αρσ )
polpa (θηλ.ουσ)
polpaccio (ουσ αρσ )
polpacciuto (επίθ.)
polpastrello (ουσ αρσ )
polpetta (θηλ.ουσ)
polpettone (ουσ αρσ )
polpo (ουσ αρσ )
polposo (επίθ.)
polputo (επίθ.)
polsino (ουσ αρσ )
polso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---