Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolpùto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [polˈputo] 1 παχύς 2 σαρκώδης 3 τροφαντός 4 σαρκερός 5 εύσαρκος 6 κρεατωμένος 7 στρογγυλός και παχουλός 8 κρεατερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |