Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polpastrèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [polpasˈtrɛllo]

η άκρη των δαχτύλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polpacciuto polpetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Polonia (θηλ.ουσ)
polonio (ουσ αρσ )
polpa (θηλ.ουσ)
polpaccio (ουσ αρσ )
polpacciuto (επίθ.)
polpastrello (ουσ αρσ )
polpetta (θηλ.ουσ)
polpettone (ουσ αρσ )
polpo (ουσ αρσ )
polposo (επίθ.)
polputo (επίθ.)
polsino (ουσ αρσ )
polso (ουσ αρσ )
POLSTRADA (ακρ.)
poltiglia (θηλ.ουσ)
poltiglioso (επίθ.)
poltrire (ρ.αμτβ.)
poltrona (θηλ.ουσ)
poltroncina (θηλ.ουσ)
poltrone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---