Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpólso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpolso] ο σφυγμός, ο καρπός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere polso = έχω πυγμή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |