Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


poltronerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [poltroneˈria]

1 ραθυμία
2 νωθρότητα
3 ακαματοσύνη
4 τεμπελιά
5 ακαματιά
6 οκνηρία
7 μαχμουρλίκι
8 ρεμπέλεμα
9 σπαρίλα
10 ραχατλίκι
11 φυγοπονία
12 δυσκινησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poltrone poltronesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poltiglioso (επίθ.)
poltrire (ρ.αμτβ.)
poltrona (θηλ.ουσ)
poltroncina (θηλ.ουσ)
poltrone (ουσ αρσ )
poltroneria (θηλ.ουσ)
poltronesco (επίθ.)
poltronissima (θηλ.ουσ)
poltronite (θηλ.ουσ)
polveraio (επίθ.)
polvere (θηλ.ουσ)
polveriera (θηλ.ουσ)
polverificio (ουσ αρσ )
polverina (θηλ.ουσ)
polverino (ουσ αρσ )
polverio (ουσ αρσ )
polverizzabile (επίθ.)
polverizzare (ρ. μτβ.)
polverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
polverizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---