Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


polmonària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [polmoˈnarja]

φυτό pulmonaria officinalis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  polmonare polmone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pollone (ουσ αρσ )
polluce (ουσ αρσ )
polluto (επίθ.)
polluzione (θηλ.ουσ)
polmonare (επίθ.)
polmonaria (θηλ.ουσ)
polmone (ουσ αρσ )
polmonite (θηλ.ουσ)
polo (ουσ αρσ )
polo (θηλ.ουσ)
Polonia (θηλ.ουσ)
polonio (ουσ αρσ )
polpa (θηλ.ουσ)
polpaccio (ουσ αρσ )
polpacciuto (επίθ.)
polpastrello (ουσ αρσ )
polpetta (θηλ.ουσ)
polpettone (ουσ αρσ )
polpo (ουσ αρσ )
polposo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---