Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pollàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [polˈlame]

Πουλερικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pollaiolo pollastra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

polizzario (ουσ αρσ )
polizzino (ουσ αρσ )
polla (θηλ.ουσ)
pollaio (ουσ αρσ )
pollaiolo (ουσ αρσ )
pollame (ουσ αρσ )
pollastra (θηλ.ουσ)
pollastro (ουσ αρσ )
polleria (θηλ.ουσ)
pollice (ουσ αρσ )
pollicoltore (ουσ αρσ )
pollicoltura (θηλ.ουσ)
pollina (θηλ.ουσ)
polline (ουσ αρσ )
pollinico (επίθ.)
pollino (ουσ αρσ )
pollinosi (θηλ.ουσ)
pollo (ουσ αρσ )
pollone (ουσ αρσ )
polluce (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---