Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpolizzìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [politˈtsino] 1 χώρος ανάμεσα σε αποβάθρες για στάθμευση πλοίου 2 αγκυροβόλιο πλοίου σε αποβάθρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |