Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pollicoltóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pollikolˈtore]

1 άνθρωπος που εκτρέφει πουλερικά
2 ορνιθοκόμος
3 ορνιθοτρόφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pollice pollicoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pollame (ουσ αρσ )
pollastra (θηλ.ουσ)
pollastro (ουσ αρσ )
polleria (θηλ.ουσ)
pollice (ουσ αρσ )
pollicoltore (ουσ αρσ )
pollicoltura (θηλ.ουσ)
pollina (θηλ.ουσ)
polline (ουσ αρσ )
pollinico (επίθ.)
pollino (ουσ αρσ )
pollinosi (θηλ.ουσ)
pollo (ουσ αρσ )
pollone (ουσ αρσ )
polluce (ουσ αρσ )
polluto (επίθ.)
polluzione (θηλ.ουσ)
polmonare (επίθ.)
polmonaria (θηλ.ουσ)
polmone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---