Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpólla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpolla] 1 νερομάνα 2 μάτι νερού 3 δροσοπηγή 4 αναβρυτήριο 5 κεφαλάρι 6 κεφαλόβρυσο 7 βελούχι 8 πηγή 9 σιντριβάνι 10 πίδακας 11 ανάβρα 12 βρύση 13 κρήνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |