ItalianoGreco


poliziòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [politˈtsjɔtto]

ο αστινομικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cane [αρσ.] poliziotto = το αστυνομικό σκυλί || poliziotto [αρσ.] in borghese = ο αστυνόμος με πολιτικά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---