Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpollaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pollaˈjɔlo] 1 άνθρωπος που εκτρέφει πουλερικά 2 ορνιθοκόμος 3 ορνιθοτρόφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |