Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpajka], [ˈpika]

1 πίκα (τυπογραφικό στοιχείο)
2 τυπογραφικό στοιχείο 12 στιγμών
3 λαιμαργία για αφύσικη τροφή
4 καρακάξα γένους pica
5 κίσσα γένους pica


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piazzola picacismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
piazzata (θηλ.ουσ)
piazzato (αρσ. επίθ και ουσ)
piazzista (ουσ αρσ και θηλ.)
piazzola (θηλ.ουσ)
pica (θηλ.ουσ)
picacismo (ουσ αρσ )
picador (ουσ αρσ )
picaresco (επίθ.)
picaro (ουσ αρσ )
picca (θηλ.ουσ)
piccante (επίθ.)
piccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
piccaressa (θηλ.ουσ)
piccata (θηλ.ουσ)
piccato (επίθ.)
picchettaggio (ουσ αρσ )
picchettamento (ουσ αρσ )
picchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
picchettatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---