Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpicchettàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pikketˈtadʤo] 1 πασσάλωμα 2 περιφρούρηση 3 οροθεσία 4 περίφραξη με πασσάλους 5 οροθέτηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |