Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiccàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pikˈkato] 1 χολωμένος 2 θιγμένος 3 πειραγμένος 4 πικαρισμένος 5 πεισματωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |