Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìcca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpikka] 1 δυσανασχέτηση 2 έχθρα 3 δυσφορία 4 βαρυγκώμια 5 πείσμα 6 δόρυ 7 ακόντιο 8 πίκα 9 μπαστούνι (τράπουλας) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |