Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


picchettatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pikkettaˈtore]

1 μέλος περιφρούρησης απεργίας
2 φρουρός
3 πασσαλωτής
4 διαδηλωτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  picchettare picchettatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piccata (θηλ.ουσ)
piccato (επίθ.)
picchettaggio (ουσ αρσ )
picchettamento (ουσ αρσ )
picchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
picchettatore (ουσ αρσ )
picchettatura (θηλ.ουσ)
picchetto (ουσ αρσ )
picchiapetto (ουσ αρσ και θηλ.)
picchiare (ρ. μτβ.)
picchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
picchiata (θηλ.ουσ)
picchiatello (ουσ αρσ )
picchiato (επίθ.)
picchiatore (ουσ αρσ )
picchiatura (θηλ.ουσ)
picchiere (ουσ αρσ )
picchiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
picchiettato (ουσ αρσ )
picchiettato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---