Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


picchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pikˈkjare]

1 δέρνω
2 (andare a sbattere) χτυπώ

picchiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [pikˈkjarsi]

1 τσακώνομαι
2 μάχομαι
3 χτυπιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  picchiapetto picchiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

picchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
picchettatore (ουσ αρσ )
picchettatura (θηλ.ουσ)
picchetto (ουσ αρσ )
picchiapetto (ουσ αρσ και θηλ.)
picchiare (ρ. μτβ.)
picchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
picchiata (θηλ.ουσ)
picchiatello (ουσ αρσ )
picchiato (επίθ.)
picchiatore (ουσ αρσ )
picchiatura (θηλ.ουσ)
picchiere (ουσ αρσ )
picchiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
picchiettato (ουσ αρσ )
picchiettato (επίθ.)
picchiettatura (θηλ.ουσ)
picchiettio (ουσ αρσ )
picchio (ουσ αρσ )
picchiottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---