Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpicchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [pikˈkjare] 1 δέρνω 2 (andare a sbattere) χτυπώ picchiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [pikˈkjarsi] 1 τσακώνομαι 2 μάχομαι 3 χτυπιέμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |