Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiazzòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pjatˈtsɔla] 1 (campeggio) ο χώρος για το στήσιμο σκηνής 2 (di sosta) ο χώρος σταθμεύσεως permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |