Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piazzàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjatˈtsata]

1 πατατράκ
2 πατιρντί
3 σαματάς
4 τσακωμός
5 διαπληκτισμός
6 επεισόδιο
7 καβγάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piazzarsi piazzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piazzaiolo (επίθ.)
piazzale (ουσ αρσ )
piazzamento (ουσ αρσ )
piazzare (ρ. μτβ.)
piazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
piazzata (θηλ.ουσ)
piazzato (αρσ. επίθ και ουσ)
piazzista (ουσ αρσ και θηλ.)
piazzola (θηλ.ουσ)
pica (θηλ.ουσ)
picacismo (ουσ αρσ )
picador (ουσ αρσ )
picaresco (επίθ.)
picaro (ουσ αρσ )
picca (θηλ.ουσ)
piccante (επίθ.)
piccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
piccaressa (θηλ.ουσ)
piccata (θηλ.ουσ)
piccato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---