Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piazzaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjattsaˈjɔlo]

1 πρόστυχος άνθρωπος
2 χυδαίος άνθρωπος
3 ανάγωγος άνθρωπος

piazzaiòlo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjattsaˈjɔlo]

1 πρόστυχος
2 χυδαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piazzaforte piazzale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piattola (θηλ.ουσ)
piattonare (ρ. μτβ.)
piattonata (θηλ.ουσ)
piazza (θηλ.ουσ)
piazzaforte (θηλ.ουσ)
piazzaiolo (ουσ αρσ )
piazzaiolo (επίθ.)
piazzale (ουσ αρσ )
piazzamento (ουσ αρσ )
piazzare (ρ. μτβ.)
piazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
piazzata (θηλ.ουσ)
piazzato (αρσ. επίθ και ουσ)
piazzista (ουσ αρσ και θηλ.)
piazzola (θηλ.ουσ)
pica (θηλ.ουσ)
picacismo (ουσ αρσ )
picador (ουσ αρσ )
picaresco (επίθ.)
picaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---