Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiangènte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pjanˈʤɛnte] 1 κλαμένος 2 δακρυσμένος 3 κλαίων 4 θρηνών permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsalice [αρσ.] piangente = η κλαίουσα ιτιά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |