Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pianificàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjanifiˈkato]

1 προγραμματισμένος
2 σχεδιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pianificare pianificatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piangere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
piangitore (αρσ. επίθ και ουσ)
piangiucchiare (ρ.αμτβ.)
pianificabile (επίθ.)
pianificare (ρ. μτβ.)
pianificato (επίθ.)
pianificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pianificazione (θηλ.ουσ)
pianigiano (επίθ.)
pianissimo (επίθ.)
pianista (ουσ αρσ )
pianista (θηλ.ουσ)
pianistico (επίθ.)
piano (ουσ αρσ )
piano (επίθ.)
piano (επίρ.)
piano–bar (ουσ αρσ )
pianoconcavo, piano–concavo (επίθ.)
pianoconvesso, piano–convesso (επίθ.)
pianoforte (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---