Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pianificatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pjanifikaˈtore]

1 σχεδιαστής πλάνου
2 προγραμματιστής έργου
3 προγραμματιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pianificato pianificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piangitore (αρσ. επίθ και ουσ)
piangiucchiare (ρ.αμτβ.)
pianificabile (επίθ.)
pianificare (ρ. μτβ.)
pianificato (επίθ.)
pianificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pianificazione (θηλ.ουσ)
pianigiano (επίθ.)
pianissimo (επίθ.)
pianista (ουσ αρσ )
pianista (θηλ.ουσ)
pianistico (επίθ.)
piano (ουσ αρσ )
piano (επίθ.)
piano (επίρ.)
piano–bar (ουσ αρσ )
pianoconcavo, piano–concavo (επίθ.)
pianoconvesso, piano–convesso (επίθ.)
pianoforte (ουσ αρσ )
pianola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---