Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pianòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjaˈnɔla]

πιανόλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pianoforte pianoro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piano (επίρ.)
piano–bar (ουσ αρσ )
pianoconcavo, piano–concavo (επίθ.)
pianoconvesso, piano–convesso (επίθ.)
pianoforte (ουσ αρσ )
pianola (θηλ.ουσ)
pianoro (ουσ αρσ )
pianoterra (ουσ αρσ )
pianta (θηλ.ουσ)
piantabile (επίθ.)
piantacarote (ουσ αρσ )
piantaggine (θηλ.ουσ)
piantagione (θηλ.ουσ)
piantagrane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
piantana (θηλ.ουσ)
piantare (ρ. μτβ.)
piantarsi (ρ. μ. αμτβ.)
piantata (θηλ.ουσ)
piantato (επίθ.)
piantatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---