Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piantàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjanˈtadʤine]

1 φυτό plantago major
2 μπανανιά musa paradisiaca


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piantacarote piantagione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pianoro (ουσ αρσ )
pianoterra (ουσ αρσ )
pianta (θηλ.ουσ)
piantabile (επίθ.)
piantacarote (ουσ αρσ )
piantaggine (θηλ.ουσ)
piantagione (θηλ.ουσ)
piantagrane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
piantana (θηλ.ουσ)
piantare (ρ. μτβ.)
piantarsi (ρ. μ. αμτβ.)
piantata (θηλ.ουσ)
piantato (επίθ.)
piantatore (ουσ αρσ )
piantatrice (θηλ.ουσ)
piantatura (θηλ.ουσ)
pianterreno (ουσ αρσ )
piantina (θηλ.ουσ)
pianto (ουσ αρσ )
piantonaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---