Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piantàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjanˈtato]

1 ριζωμένος
2 σκληρός
3 ακούνητος
4 αμετακίνητος
5 δυνατός
6 φυτεμένος
7 ισχυρός
8 ρωμαλέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piantata piantatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piantagrane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
piantana (θηλ.ουσ)
piantare (ρ. μτβ.)
piantarsi (ρ. μ. αμτβ.)
piantata (θηλ.ουσ)
piantato (επίθ.)
piantatore (ουσ αρσ )
piantatrice (θηλ.ουσ)
piantatura (θηλ.ουσ)
pianterreno (ουσ αρσ )
piantina (θηλ.ουσ)
pianto (ουσ αρσ )
piantonaia (θηλ.ουσ)
piantonaio (ουσ αρσ )
piantonamento (ουσ αρσ )
piantonare (ρ. μτβ.)
piantone (ουσ αρσ )
pianura (θηλ.ουσ)
pianuzza (θηλ.ουσ)
piare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---