Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjanto]

το κλάψιμο, το κλάμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piantina piantonaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piantatore (ουσ αρσ )
piantatrice (θηλ.ουσ)
piantatura (θηλ.ουσ)
pianterreno (ουσ αρσ )
piantina (θηλ.ουσ)
pianto (ουσ αρσ )
piantonaia (θηλ.ουσ)
piantonaio (ουσ αρσ )
piantonamento (ουσ αρσ )
piantonare (ρ. μτβ.)
piantone (ουσ αρσ )
pianura (θηλ.ουσ)
pianuzza (θηλ.ουσ)
piare (ρ.αμτβ.)
piastra (θηλ.ουσ)
piastrella (θηλ.ουσ)
piastrellare (ρ.αμτβ.)
piastrellare (ρ. μτβ.)
piastrellista (ουσ αρσ και θηλ.)
piastriccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---