Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piastrìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjasˈtritʧo]

1 κυκεώνας
2 σύμφυρμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piastrellista piastrina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piastra (θηλ.ουσ)
piastrella (θηλ.ουσ)
piastrellare (ρ.αμτβ.)
piastrellare (ρ. μτβ.)
piastrellista (ουσ αρσ και θηλ.)
piastriccio (ουσ αρσ )
piastrina (θηλ.ουσ)
piastrino (αρσ. επίθ και ουσ)
piastrone (ουσ αρσ )
piatire (ρ.αμτβ.)
piattabanda (θηλ.ουσ)
piattaforma (θηλ.ουσ)
piattaia (θηλ.ουσ)
piattaio (ουσ αρσ )
piattello (ουσ αρσ )
piattezza (θηλ.ουσ)
piattina (θηλ.ουσ)
piattino (ουσ αρσ )
piatto (ουσ αρσ )
piatto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---