piantóne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pjanˈtone]
1 στύλος τιμονιού αυτοκινήτου
2 σκοπός (στρατιώτης)
3 φρουρός
4 βλαστάρι
5 μπόλι (φυτού)
6 παραφυάδα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [pjanˈtone]
1 στύλος τιμονιού αυτοκινήτου
2 σκοπός (στρατιώτης)
3 φρουρός
4 βλαστάρι
5 μπόλι (φυτού)
6 παραφυάδα
permalink
piantone (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android